Για την Λίβερπουλ, την ιστορία και το ελληνικό ποδόσφαιρο!
Αίσθηση έχει προκαλέσει ένα από τα τελευταία τατουάζ του Κώστα Τσιμίκα. Ο Greek Scouser που δοξάζει το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει ήδη μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Λίβερπουλ. Μικρή για το κλαμπ, μεγάλη και ξεχωριστή όμως για τον ίδιο και τους Έλληνες.
Ο Κωνσταντίνος Τσίπτσιος γράφει για το γούστο που βγάζει από την μέρα που ο Κώστας Τσιμίκας πήρε την μεταγραφή για το λιμάνι. Και του ζητάει να συνεχίσει να τους… γράφει όλους εκεί που “πιάνει” το μελάνι από τα τατουάζ του.
Η ήδη ζηλευτή καριέρα του Κώστα Τσιμίκα, πριν πάει προς Premier League και Λίβερπουλ, ίσως να μην είχε και πολύ νόημα να αναλυθεί σε κείμενο.
Μια ξεχωριστή μνεία για Έλληνα παίκτη – στο ελληνικό πρωτάθλημα – μάλλον θα παρερμηνεύονταν ή θα ήταν γενικώς κάπως…ύποπτη και ανούσια. Όμως τα τελευταία 3 χρόνια (και μακάρι να γίνουν 13-20) ο Κώστας Τσιμίκας μας έχει δώσει λόγους να ασχοληθούμε μαζί του. Να εξάρουμε την αγωνιστική του δεινότητα και την σκληρή δουλειά του.
Όχι απλώς γιατί πήρε στις 11 Αυγούστου του 2020 μια ιστορική, για το ελληνικό ποδόσφαιρο, μεταγραφή στην Λίβερπουλ. Αλλά γιατί το έκανε ίσως στην κορυφαία ομάδα του πλανήτη. Έστω, σε μία από τις τοπ 3.
Αρκεί όμως αυτό;
“Αφού δεν παίζει. Δεν τραβάει το παλικάρι. Ίσως θα ήταν καλύτερα να πάρει όσα προλάβει και να γυρίσει Ελλάδα. Στον Ολυμπιακό. Σε κανένα Βέλγιο. “
“Κάτι βρε παιδί μου. Κρίμα να μην παίζει. “
“Και που να παίξει; Αφού ο Ρόμπερτσον έχει πάρει την φανέλα σπίτι. Είναι δύσκολο. “
Και εμείς που γνωρίζαμε πως λειτουργεί ο Κλοπ, και ξέραμε πως όποιος δουλεύει και έχει αυτά για τα οποία τον απέκτησε ο Γερμανός, στο τέλος παίζει …επιμέναμε.
Παρά τους τραυματισμούς και τις ατυχίες που είχε στην αρχή της πορείας του, ο Κώστας επέμεινε λίγο παραπάνω από εμάς. Έσφιξε τα δόντια και υποσχέθηκε στον εαυτό του πως δεν του αρκεί το λίγο. Δεν του αρέσουν μόνο τα “πρώτα” πυροτεχνήματα.
Όταν, δε, ήρθαν οι προτάσεις για δανεισμούς και τα εκατομμύρια των μεταγραφών ο Τσιμίκας σκέφτηκε σαν πραγματικός Scouser. Και όχι ως Έλληνας.
Σκέφτηκε πως το Έβερεστ του ποδοσφαίρου ήταν κάτω από τα πόδια του. Καμία άλλη βουνοκορφή, σε άλλη χώρα, με περισσότερα λεπτά συμμετοχής δεν θα του επέτρεπε να ξαναφτάσει εκεί.
Ο Κώστας σκέφτηκε πως ήθελε μόλις μία ευκαιρία για να αποδείξει τι άξιζε. Σιγά σιγά, στα δευτερεύοντα (όσα μπορούν να θεωρηθούν έτσι, από μια ομάδα που πήγαινε για όλους τους τίτλους) παιχνίδια ο Έλληνας ποδοσφαιριστής κέρδιζε την εμπιστοσύνη του Κλοπ. Οι μπαλιές ξυράφι του και οι κούρσες του από τα αριστερά είχαν γίνει ήδη τραγούδι για την εξέδρα. (Ίσως αν τον κάνει εξτρέμ να δείξει και περισσότερα… Αλλά αυτή είναι μια άλλη κουβέντα. )
“Tsimi Tsimi Tsimi our Kostas Tsimikas, his passport says he’s Greek but we all know that he’s Scouse”
Ποια μεγαλύτερη τιμή για ποδοσφαιριστή. Από το να γίνεις τραγούδι για έναν λαό όπως αυτός της Λίβερπουλ;
Υπήρχε. Κι όμως. Και δεν μπορούσαμε να την διανοηθούμε ούτε εμείς οι ίδιοι.
Δεν είχε έρθει όμως ακόμη. Καθώς ο Κώστας δεν είχε σκοράρει. Δεν είχε πανηγυρίσει το παραμικρό με την Λίβερπουλ.
Ακόμη…
Η στιγμή της δόξας και της λύτρωσης ήρθε. Άργησε λίγο. Όμως ήρθε…
Τελικός FA Cup. Απέναντι του η Τσέλσι. Στον ναό του ποδοσφαίρου. Το Γουέμπλεϊ.
Ο τυχερός του αριθμός; Το νο7.
Το πέναλτι που εκτέλεσε… το 7ο .
Έχει αναφερει χαρακτηριστικά, πριν την εκτέλεση πέναλτι, τον εσωτερικό μονόλογο, ο οποίος τον εμψύχωσε και έκανε τα πόδια του να ζυγίζουν λιγότερο:
“εντάξει, όλα καλά. Δεν έγινε και κάτι. Θα πρέπει να πας, να βάλεις το γκολ κι αν το βάλεις θα γίνεις ήρωας”
Να σας πω την αλήθεια, βλέποντας το παιχνίδι από την τηλεόραση μου. Παρέα με τον αδερφό μου που είναι Τσέλσι. Μετά από 90 λεπτά συναρπαστικού αγώνα και έπειτα από 13 δραματικές εκτελέσεις πέναλτι, στην 14η Είχαμε και εμείς άγχος. Ο καθένας για διαφορετικούς λόγους.
Θυμάμαι τον εαυτό μου να περιμένει κάθε εκτέλεση να δει τον Έλληνα να εκτελεί. Ίσως γιατί μου αρέσουν προσωπικά τα ιστορικά γεγονότα και οι στιγμές μαγείας σε κάθε ματς. Και τις ψάχνω με το τουφέκι.
Απορούσα, όσο πλησίαζε το τελευταίο, πότε άραγε εκτελεί ο Τσιμίκας; Λες να γίνει καμιά “μαγκιά” ρε;
Όταν φτάσαμε στο 12ο, ήμουν σίγουρος πως η μοίρα έπαιζε τα παιχνίδια της και κάτι καλό μας ετοίμαζε. Έτσι αναφώνησα: “Ο Τσιμίκας εκτελεί σίγουρα το επόμενο – Θα το βάλει και θα γράψει ιστορία! Είμαι σίγουρος!”
Μάλιστα, όταν τον έδειξε η κάμερα να παίρνει την μπάλα και να την στήνει στην λευκή βούλα φώναξα αυθόρμητα (ως γνήσιος φαν της Λίβερπουλ και Έλληνας, που δεν έχει ζήσει και μεγάλες δόξες – στα δυνατά φώτα): “Δεν το πιστεύω! Θα το βάλει και θα μείνει για πάντα Ήρωας!”
Έτσι και έγινε. Σε πείσμα όλων ο Τσιμίκας εκτέλεσε το κρισιμότερο πέναλτι, σκόραρε και έτρεξε όλο το γήπεδο να πανηγυρίσει.
Δεν ήξερε που να πάει. Όλα έμοιαζαν παραμύθι. Όλη η έκταση του Γουέμπλεϊ μπορεί να γίνει παραμύθι για ένα παιδί από τις Σέρρες. Που κόντρα σε όλους και σε όλα έπαιξε μπάλα για τον ίδιο και δεν χάθηκε στην εντροπία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Όλο το Γουέμπλεϊ στα πόδια του. Να τον κυνηγούν παίκτες όπως ο Σαλάχ και ο Φιρμίνιο. Και ο ίδιος να είναι στο κέντρο του φακού.
Αυτό ήταν. Είχε γράψει ιστορία!
Και έπειτα επέμεινε. Δεν έφυγε, παρά τις νέες προτάσεις απο το εξωτερικό. Είχε σηκώσει ήδη 2 κύπελλα και έφτασε μια ανάσα από το πρωτάθλημα. Τι άλλο να ήθελε; Ο Ρόμπερτσον παραμένει ο βασικός και αναντικατάστατος.
Πως μπορεί να περιμένει κάτι παραπάνω;
Κι όμως. Ο Τσιμίκας είχε πάψει από καιρό να σκέφτεται ως Έλληνας. Το δέσιμο με το νησί είναι μεγαλύτερο από όσα μπορεί να φανταστεί κανείς.
Η στιγμή του θριάμβου ήταν μόνο η αρχή. Ο Κώστας πάντως φρόντισε να την κρατήσει για πάντα ζωντανή.
Πλέον στο πίσω μέρος του αριστερού του χεριού υπάρχει χαραγμένη για πάντα αυτή η στιγμή, την οποία ο ποδοσφαιριστής επέλεξε να αποτυπώσει ως δημοσίευμα με τίτλο “Tsimikas brings it back” και όχι ως απλή φωτογραφία στην οποία σηκώνει το κύπελλο.
Για όλους εμάς, που κάποτε κλωτσήσαμε το τόπι. Με φθαρμένες φανέλες του Όουεν και του Τζέραρντ.
Για όλα τα παιδιά της νέας εποχής που παίζουν στις αλάνες με φανέλα Κώστα Τσιμίκα. Ο Έλληνας Scouser θα συνεχίσει να χτυπάει επιτυχίες ως τατουάζ.
Οι Άγγλοι θα τον θυμούνται για χρόνια.
Εμείς θα θυμόμαστε το “Τι ιστορία για τον Έλληνα!” από την περιγραφή του Μιχάλη Τσόχου, στην Cosmote.
Φέτος ίσως γράψει ακόμη πιο χρυσές σελίδες. Ίσως δοξάσει περισσότερο το ελληνικό ποδόσφαιρο.
…και ας μην επιστρέψει ποτέ.