Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι βουλευτές, ερχόμενος στη Βουλή σήμερα σκεφτόμουν ότι εμείς καλούμαστε να ψηφίσουμε τον Προϋπολογισμό του 2025, κάτι που δυστυχώς δυσκολεύονται να κάνουν μεγάλες χώρες όπως η Γαλλία, η οποία πρακτικά δεν έχει κυβέρνηση, η Γερμανία, στην οποία μία ετερόκλητη συμμαχία κομμάτων που διαφωνούσαν σε κεντρικά ζητήματα πολιτικής κατέρρευσε, αλλά και η Ιταλία, όπου υπάρχει ισχυρή κυβέρνηση, πλην όμως, επειδή βρίσκεται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, πρέπει να λάβει δύσκολες αποφάσεις για να προσαρμοστεί με τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εμείς δεν είμαστε σε αυτή την κατηγορία.
Σκεφτόμουν επίσης ότι η συνεδρίασή μας αυτή, κ. Πρόεδρε, διεξάγεται ενώ η Ελλάδα συμπληρώνει φέτος 50 χρόνια δημοκρατικής ομαλότητας, όταν αναταραχές, όταν πόλεμοι, όταν πολιτικοί τριγμοί διατρέχουν τον κόσμο, την Ευρώπη, αλλά και τη γειτονιά μας.
Και νομίζω ότι αυτή η συζήτηση γίνεται -και έγινε σε έναν βαθμό- μία αφορμή για να αξιολογήσουμε και τη θεσμική μας ωρίμανση, να οργανώσουμε με ρεαλισμό τα επόμενα εθνικά βήματα, αλλά και να εκτιμήσουμε, παράλληλα, την αξία της πολιτικής σταθερότητας, που τελικά είναι προϋπόθεση κάθε προόδου. Είναι ένα πλεονέκτημα το οποίο συχνά το θεωρούμε αυτονόητο, αποτελεί, ωστόσο, επίκαιρο και, όπως ανέφερα και στην εισαγωγή μου, κρίσιμο ζητούμενο για πολλά κράτη.
Αύριο, κ. Πρόεδρε, θα βρεθώ στον Λίβανο, στην πρώτη επίσκεψη ευρωπαίου Πρωθυπουργού στη χώρα μετά την τελευταία ανακωχή και τις εξελίξεις στη Συρία, κάτι που επιβεβαιώνει τον ρόλο της πατρίδας μας στην ευρύτερη περιοχή, με αυτή την κυβέρνηση να κρατά ταυτόχρονα σταθερά το τιμόνι του τόπου.
Γιατί ό,τι ισχύει στο πεδίο της γεωπολιτικής ισχύει και στο πεδίο της οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν πολλές ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες τίθενται σε καθεστώς επιτήρησης, η ελληνική οικονομία αναβαθμίζεται και ο προϋπολογισμός της εγκρίνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε πανίσχυρα κράτη οι φόροι αυξάνονται. Η Γαλλία πρέπει να διαχειριστεί μία δημοσιονομική κρίση που υποχρέωσε τον προηγούμενο Πρωθυπουργό να εισηγηθεί αυξήσεις φόρων που ξεπερνούσαν τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ.
Εδώ, στην πατρίδα μας, οι φόροι εξακολουθούν να μειώνονται, με την ανεργία να είναι πια μονοψήφια, με το εισόδημα να στηρίζεται παρά τις δυσκολίες -και θα αναφερθώ στη συνέχεια στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά νοικοκυριά-, ώστε εδώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να συμβαίνει ένα παράδοξο: αλλού να αλλάζουν οι κυβερνήσεις, ενώ αντίθετα σε εμάς να αλλάζει η αντιπολίτευση.
Και πράγματι, κυρίες και κύριοι, και αναφέρομαι εδώ στους προλαλήσαντες αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης, φαντάζομαι ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε στην εικόνα των αριθμών, η οποία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Το ακαθάριστο εθνικό προϊόν, από 185 δισεκατομμύρια που ήταν το 2019, θα αγγίξει φέτος τα 237 δισεκατομμύρια ευρώ. Το δημόσιο χρέος θα έχει υποχωρήσει κατά 54 μονάδες. Φαντάζομαι ότι δεν αμφισβητεί κανείς τα στοιχεία του συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ» ότι αυτή η κυβέρνηση δημιούργησε 500.000 νέες θέσεις εργασίας τα τελευταία πέντε χρόνια.
Φαντάζομαι ότι δεν αμφισβητείτε, κ. Ανδρουλάκη, κ. Φάμελλε, ότι η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται σήμερα με ρυθμούς πολύ μεγαλύτερους από τους ρυθμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί αναφερθήκατε, κ. Ανδρουλάκη, στη σύγκλιση και είπατε «πρέπει να κάνουμε σύγκλιση με την Ευρώπη», κάτι το οποίο έχουμε προτάξει εμείς ως κεντρικό στόχο της πολιτικής μας. Πώς ακριβώς φαντάζεστε τη σύγκλιση εάν η ελληνική οικονομία δεν αναπτύσσεται με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς από την ευρωπαϊκή; Έτσι επιτυγχάνουμε τη σύγκλιση.
Και βέβαια, αναφέρθηκε και ο Υπουργός -δεν θέλω να σχολιάσω πολύ αυτά τα οποία γίνονται και λέγονται από τους οίκους αξιολόγησης, από τον διεθνή Τύπο για την πορεία της Ελλάδος- θα αναφέρω μόνο ότι βρισκόμαστε σε μια τροχιά διαρκούς αναβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας. Αυτό δεν είναι κάτι αδιάφορο για τα δημόσια οικονομικά, δεν είναι αδιάφορο για τα ελληνικά νοικοκυριά, διότι αυτό σημαίνει τελικά μείωση του κόστους δανεισμού και της χώρας και των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Όπως, προφανώς, δεν είναι αδιάφορο το γεγονός ότι ο «Economist» κατέταξε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά την πατρίδα μας στην πρώτη τριάδα των παγκόσμιων οικονομιών, μεταξύ 37 χωρών. Δεν φαντάζομαι να πιστεύετε ότι ο «Economist» είναι κάποιο όργανο ή κάποιο φερέφωνο της κυβέρνησης. Νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε εδώ ότι πρόκειται περί ενός περιοδικού το οποίο έχει, εν πάσει περιπτώσει, ένα διεθνές κύρος. Όλα αυτά έγιναν την τελευταία εβδομάδα.
Κι έγινε και κάτι ακόμα την τελευταία βδομάδα, το οποίο πέρασε λίγο απαρατήρητο από την αντιπολίτευση, ωσάν να είναι κάτι το οποίο δεν αφορά τη χώρα: επιλέχθηκε η πατρίδα μας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσα από μια πολύ σκληρή διαδικασία, ως μία από τις επτά χώρες που θα φιλοξενήσει τα πρώτα ΑΙ Factories, «εργοστάσια» τεχνητής νοημοσύνης της Ευρώπης, αναβαθμίζοντας έτσι το οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων, συνδέοντας αυτές τις νέες δράσεις με σημαντικές επενδύσεις και υποδομές οι οποίες γίνονται για να αποκτήσουμε την υπολογιστική δύναμη που είναι απαραίτητη για να μπορούμε να διαχειριζόμαστε τα νέα μοντέλα της τεχνητής νοημοσύνης.
Με τη χώρα μας πρωταγωνίστρια στο πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε την τεχνητή νοημοσύνη για να βελτιώσουμε τις δημόσιες πολιτικές, αλλά πρωταγωνίστρια και σε τομείς που έχουν να κάνουν με τον έλεγχο της τεχνητής νοημοσύνης, εκεί που κρίνουμε ότι πράγματι μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες. Αναφέρομαι ιδιαίτερα στα παιδιά μας και στους εφήβους μας και θα ακούσετε και πολύ σύντομα και άλλες ανακοινώσεις σε αυτή την κατεύθυνση.
Από την άλλη, υπάρχουν και στοιχεία, αναφέρθηκαν σε αυτά και ο εισηγητής μας και ο Υπουργός και οι ομιλητές μας, που δηλώνουν πιο άμεσα το κοινωνικό αποτύπωμα αυτής της οικονομικής πολιτικής. Είχαμε πει, από την πρώτη στιγμή που μας εμπιστεύτηκε ο ελληνικός λαός, το 2019, ότι κύριο μέλημα μας είναι να στηρίξουμε τους ασθενέστερους. Πώς αποδεικνύεται αυτό;
Αποδεικνύεται με το να αυξάνουμε τον κατώτατο μισθό πολύ πιο γρήγορα από ό,τι αυξάνονται οι υπόλοιποι μισθοί, να έχει φτάσει από τα 650 στα 830 ευρώ και να είναι στα 950 ευρώ το 2027, όπως δεσμευτήκαμε. Γιατί η κριτική που μας ασκούσατε, κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, στις εκλογές του 2023, δεν ήταν αν πρέπει ή αν δεν πρέπει ο μισθός να είναι στα 950 ευρώ, ήταν ότι «δεν θα τα καταφέρετε». Να που τα καταφέρνουμε και στον κατώτατο μισθό, όπως τα καταφέρνουμε και στη βελτίωση συνολικά των μισθών στην πατρίδα μας.
Εκτιμώ ότι το 2027 ο μέσος μισθός θα είναι πάνω από τα 1.500 ευρώ, που είναι ο κεντρικός στόχος τον οποίο έχουμε θέσει. Και, εν πάσει περιπτώσει, επειδή οι κυβερνήσεις κρίνονται τελικά για τη συνέπεια λόγων και έργων -έτσι δεν είναι;-, αυτά είπαμε, αυτά θα κάνουμε, είτε σας αρέσει είτε όχι. Αυτή είναι η δέσμευση την οποία αναλάβαμε απέναντι στον ελληνικό λαό.
Και επειδή άκουσα και διάφορα πάλι, μέσα στα πλαίσια μιας γενικότερης καταστροφολογίας, για τους πολλούς, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες οι οποίοι πράγματι έφυγαν στα χρόνια της κρίσης από την Ελλάδα, σας ζητώ να κάνετε μία έρευνα και να δείτε λίγο τις δράσεις που έκανε το Υπουργείο Εργασίας μαζί με τη ΔΥΠΑ σε σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου…
(Ομιλίες εκτός μικροφώνου)
Ναι, τι έγινε στην Ολλανδία; Τι έγινε ακριβώς, για πείτε μου…
Όπου πήγαν εταιρείες και πολλοί νέοι άνθρωποι εξέφρασαν ένα πραγματικό ενδιαφέρον να επιστρέψουν στην πατρίδα μας. Και για ρωτήστε τις μεγάλες εταιρείες οι οποίες προσλαμβάνουν σήμερα, θα δείτε ότι ένα σημαντικό ποσοστό των ανθρώπων που προσλαμβάνουν είναι άνθρωποι οι οποίοι επιλέγουν να γυρίσουν στην πατρίδα μας, γιατί ακριβώς εμπιστεύονται το μέλλον της χώρας -όχι την κυβέρνηση, το μέλλον της χώρας.
Αναφέρθηκε και ο Υπουργός στις αυξήσεις που είχαμε για πρώτη φορά εδώ και 14 χρόνια στο Δημόσιο, στις συντάξεις και το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι ότι τα τελευταία χρόνια το καθαρό κατά κεφαλήν ΑΕΠ να ανέβει σε ποσοστό 8,5%, έναντι μόλις 3,5% στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Υπάρχει, λοιπόν, ένα ερώτημα: είμαστε ευχαριστημένοι από αυτή την πρόοδο; Θα έλεγα ότι είμαστε ευχαριστημένοι, ναι, αν σκεφτούμε ότι είναι τα θεμέλια μιας σταθερά ανοδικής πορείας. Και ασφαλώς δεν είμαστε ευχαριστημένοι εάν αυτά τα αριθμητικά δεδομένα δεν μεταφράζονται τελικά σε μία πιο άνετη καθημερινότητα για τον Έλληνα πολίτη, για το μέσο ελληνικό νοικοκυριό. Θα γίνει αυτό, γίνεται ήδη σε έναν βαθμό, γιατί είμαστε σε μια πορεία όπου αυτή η μακροοικονομική πρόοδος, αυτή η ψυχρή στατιστική, μεταφράζεται πια σε πρόοδο στην αληθινή ζωή.
Έχω ακούσει πολλές φορές αυτή την ωραία φράση, ότι «ευημερούν οι αριθμοί αλλά οι άνθρωποι υποφέρουν, υστερούν». Έτσι; Μάλιστα. Λοιπόν, ένα είναι σίγουρο, όμως, κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ: όταν χρεοκοπούν οι αριθμοί, σίγουρα χρεοκοπούν οι άνθρωποι και κάτι ξέρετε εσείς γι’ αυτό. Τα γνωρίζετε καλά.
Άλλωστε, κ. Πρόεδρε, σκεφτόμουν ότι σε λίγες μέρες από τώρα συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τι, θυμάστε; Από τις εκλογές για Πρόεδρο της Δημοκρατίας όταν εσείς ρίξατε την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για να έρθετε στα πράγματα και να οδηγήσετε τη χώρα στο καταστροφικό 2015, το οποίο σε έναν βαθμό ακόμα πληρώνουμε.
Επειδή άκουσα και τον κ. Τσίπρα, τον οποίο βλέπω εδώ στην αίθουσα, να μιλάει για «θεσμική τάξη», εσείς ρίξατε μία εκλεγμένη κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενοι μία τότε «ανορθογραφία» του Συντάγματος. Δεν τα ξεχνάμε αυτά, γιατί του χρόνου θα έχουμε την ευκαιρία να τα ξαναθυμηθούμε, δέκα χρόνια θα είναι από τότε, και ευτυχώς η Ελλάδα από τότε προόδευσε και τα άφησε για τα καλά πίσω όλα αυτά.
Πάντως, ένα είναι βέβαιο: χωρίς συλλογική ανάπτυξη, ατομική προκοπή δεν μπορεί να υπάρχει. Και χωρίς μία ακμαία οικονομία, δεν μπορούν να υπάρχουν και οι πόροι για μία ασφαλή, για μία ευημερούσα κοινωνία. Ανάμεσα σε αυτό το δίπολο καλούμαστε σήμερα να κινηθούμε. Οι προσπάθειές μας σταδιακά αποδίδουν καρπούς και σταδιακά μερίδιο σε αυτή την επιτυχία αποκτούν όλες και όλοι.
Όμως, ίδια σταδιακή αλλά σίγουρη πορεία ακολουθεί και η ανακούφιση από τις ανατιμήσεις της τελευταίας τριετίας. Αναφέρθηκε σε αυτό και ο Υπουργός κι έχουμε μιλήσει πάντα με πολύ μεγάλη ειλικρίνεια για το μεγάλο πρόβλημά του συσσωρευμένου πληθωρισμού.
Και το ξέρουμε πολύ καλά ότι οι τιμές πολλών προϊόντων και υπηρεσιών εξακολουθούν να απέχουν από την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Ξέρω, όμως, ταυτόχρονα ότι όλη αυτή την περίοδο έγιναν σημαντικότατες παρεμβάσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως το ρεύμα, με την υπερφορολόγηση των υπερκερδών των επιχειρήσεων -μας λέγατε ότι δεν θα το κάνουμε, το κάναμε-, όπως φορολογήσαμε και τα διυλιστήρια, με σημαντικές παρεμβάσεις και στα τρόφιμα.
Και βέβαια, είμαστε πια σε ένα σημείο όπου ο πληθωρισμός, ο μέσος πληθωρισμός, ειδικά στα τρόφιμα, πλησιάζει το μηδέν και ελπίζουμε ότι αυτή η σταθεροποίηση των τιμών θα εξακολουθεί να διατηρείται. Αλλά ένα είναι σίγουρο, ότι η μόνη απάντηση…
(Ομιλίες εκτος μικροφώνου)
Ναι, ψηλά. Αλλά όταν θα σταματήσουν να ανεβαίνουν οι τιμές, αυτό που σίγουρα δεν θα σταματήσει να γίνεται είναι ότι δεν θα σταματήσουν οι μισθοί να ανεβαίνουν και δεν θα σταματήσουν οι φόροι να μειώνονται, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει κανείς να προστατεύσει το διαθέσιμο εισόδημα.
Μιλώ, συνεπώς, για μια διαδρομή αυτοπεποίθησης που δεν αρκείται στους στόχους που κατακτά. Υπολογίζοντας, όμως, ταυτόχρονα, όχι μόνο το πού θέλουμε να πάμε αλλά και από το πόσο πίσω ξεκινήσαμε. Μόνο έτσι, άλλωστε, θα έχουμε και ως οδηγό το μέτρο των δυνατοτήτων μας σε σχέση με τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζουμε, ώστε να βαδίζουμε με γνώση του πραγματικού μας ύψους και όχι της σκιάς μας.
Και αυτή είναι μια προτροπή αυτογνωσίας για όλους -και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης- η οποία θα έλεγα ότι δεν αφορά μόνο τον πολιτικό κόσμο, αφορά και τον απλό πολίτη, που καλείται να δει τα πράγματα όχι μέσα από την εφήμερη ματιά των εύκολων, των βολικών λύσεων.
Ξέρει ο ίδιος ότι τα βγάζει ακόμα πέρα δύσκολα. Όμως, σίγουρα η θέση του είναι πολύ καλύτερη από το χθες των φόρων και των περικοπών. Και τώρα έχει ως ασπίδες μια ισχυρή εθνική άμυνα, μια δυναμική πολιτική προστασία, ένα ψηφιακό κράτος το οποίο εξυπηρετεί γρήγορα, ένα ΕΣΥ το οποίο σταδιακά αναβαθμίζει τα νοσοκομεία, παρέχοντας σε όλους δωρεάν προληπτικές εξετάσεις, μια παιδεία που κοιτά με αυτοπεποίθηση στο μέλλον.
Και ας είμαστε ειλικρινείς -και αναφέρομαι εδώ και στον κ. Ανδρουλάκη, ο οποίος παρουσίασε και αυτός μια εικόνα περίπου καταστροφής της ελληνικής οικονομίας-, έχουμε μια χώρα σήμερα η οποία έχει ταυτόχρονη -προσέξτε, κ. Ανδρουλάκη- άνοδο της κατανάλωσης, άνοδο των επενδύσεων, άνοδο των καταθέσεων των νοικοκυριών και όλων των καταθέσεων των νοικοκυριών. Αναφέρομαι ειδικά -θα μου πείτε: «μα μπορεί οι καταθέσεις να είναι μεγάλες καταθέσεις»- για τα νοικοκυριά που έχουν καταθέσεις από 5.000 έως 50.000, οι καταθέσεις πήγαν από τα 55 δισεκατομμύρια το 2020 στα 70 δισεκατομμύρια το 2023.
Άρα, έχουμε άνοδο της κατανάλωσης, έχουμε σημαντική άνοδο των επενδύσεων. Θέλω να θυμίσω ότι όταν ήρθαμε στα πράγματα οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν στο 10%. Έχετε ένα δίκιο, κ. Ανδρουλάκη, να λέτε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας το οποίο κληρονομήσαμε ήταν πράγματι το τεράστιο επενδυτικό κενό. Είμαστε σήμερα στο 16 με 17%, δεν έχουμε φτάσει στο 20% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, έχουμε κάνει, όμως, μια σημαντική πρόοδο.
Αύξηση, λοιπόν, των επενδύσεων, των καταθέσεων, της απασχόλησης, της εξόφλησης του δημοσίου χρέους, τι σημαίνουν όλα αυτά τα πράγματα; Πρόοδο σημαίνουν. Δεν μπορεί όλα αυτά τα πράγματα να ταυτίζονται με την εικόνα μιας μαύρης και κατεστραμμένης χώρας.
Όπως και τα 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ από την πρώτη μάχη την οποία δώσαμε με τη φοροδιαφυγή ένα πράγμα φανερώνουν: ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις, τις οποίες μας λέγατε ότι δεν μπορούσαμε να υλοποιήσουμε και όμως τις κάναμε, έχουν τελικά αποτέλεσμα, με την Ελλάδα να μετατρέπει τα κρυφά κέρδη μερικών σε φανερό όφελος των πολλών. Και από αυτή την πολιτική επιλογή δεν θα κάνουμε πίσω.
Έχουμε, επιτέλους, ολοκληρωμένα μεγάλα έργα. Μου έκανε πολλή εντύπωση, κ. Ανδρουλάκη, Μετρό της Θεσσαλονίκης. Δεν μου λέτε, κ. Ανδρουλάκη, πήγατε στο Μετρό της Θεσσαλονίκης την Δευτέρα. Κάνατε εξαιρετικά…
(Ομιλίες εκτός μικροφώνου)
Τώρα εσείς μην μιλάτε. Τώρα το κόμμα των μουσαμάδων για το Μετρό δεν μπορεί να μιλάει. Σας παρακαλώ πολύ. Έλεος πια. Τέσσερις φορές το εγκαινιάσατε. Πήρατε ένα βαγόνι και το κάνατε γύρω-γύρω στην Θεσσαλονίκη. Ντροπή πια. Νισάφι. Για αυτό δεν σας απευθύνομαι καθόλου. Τι να μας πείτε για το Μετρό;
Αλλά απευθύνομαι σε εσάς, κ. Ανδρουλάκη, επειδή είδα και αναρτήσεις στελεχών σας. Από εσάς δεν το περίμενα. Πήγατε τη Δευτέρα και κάνατε εξαιρετικά εγκωμιαστικά σχόλια για το Μετρό. Και πράγματι, είναι ένα εντυπωσιακό έργο. Υπάρχουν κάποιες δυσκολίες, δεν είναι ασυνήθιστες αυτές. Αυτό το οποίο έγινε χθες, έχει γίνει και σε πολλά άλλα Μετρό.
Ξαφνικά και εσείς τώρα να βρείτε αφορμή να λαϊκίσετε με αυτόν τον τρόπο για ένα έργο για το οποίο πανηγυρίζατε πριν από πέντε μέρες, βρήκατε ευκαιρία τώρα να το κάνετε; Δεν σας ταιριάζει αυτό. Αφήστε τα αυτά. Αυτά αφήστε τα στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν σας ταιριάζουν αυτά.
Έτσι, λοιπόν, η χώρα αυτή, ναι, ενισχύει την ψηφιακή επικοινωνία με τον πολίτη. Ναι, τα απογευματινά χειρουργεία γίνονται πράξη και είναι δωρεάν. Κύριε Φάμελλε, επειδή δεν είδα τον κ. Πολάκη καθόλου στην αίθουσα, μήπως χειρουργεί στα απογευματινά χειρουργεία, γι’ αυτό δεν είναι εδώ;
Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, που ήταν δέσμευση αυτής της κυβέρνησης και ξεκινούν από του χρόνου. Με δεκάδες αθόρυβες αλλαγές, από τη προσβασιμότητα στην Ακρόπολη μέχρι γήπεδα χωρίς βία.
Και όλα αυτά, που συνθέτουν μία άλλη Ελλάδα, ούτε από τον ουρανό έπεσαν ούτε εύκολα προέκυψαν. Πίσω τους έχουν σχέδιο, έχουν πολλή δουλειά και κυρίως έχουν τη δράση των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου. Δεν είναι δική μας επιτυχία, το είπε σωστά ο Υπουργός, είναι επιτυχία όλων των Ελλήνων.
Τα έσοδα του τουρισμού, για παράδειγμα, τα οποία ξεπέρασαν και φέτος τις προσδοκίες μας, ποιοι τα διαμόρφωσαν; Τολμηροί επιχειρηματίες. Τις πρωτοπόρες καλλιέργειες: νέοι αγρότες με κατάρτιση και φιλοδοξίες. Την εθνική παραγωγικότητα: άξιοι εργαζόμενοι που, να θυμίσω, με την ψηφιακή κάρτα εργασίας προστατεύονται τα δικαιώματά τους από εργοδότες οι οποίοι μπορεί να σκέφτονται με κάποιον τρόπο να τους εκμεταλλευτούν.
Μαζί, λοιπόν, με τις εύλογες διαμαρτυρίες για τα κακώς κείμενα, θα ήταν γόνιμο να αναλογιζόμαστε και πόσα από αυτά έχουμε διορθώσει. Το έχουμε πει πολλές φορές, όχι για να πανηγυρίσουμε, αλλά για να συνεχίσουμε. Να επιλέξουμε ότι δεν είμαστε ο λαός της αποτυχίας -δεν ταιριάζει στον Έλληνα αυτή η εικόνα την οποία παρουσιάσατε. Όπως, αντίθετα, είμαστε ο λαός της προσπάθειας και της αισιοδοξίας.
Είναι μία διαφορά που ξεχωρίζει την κριτική επιχειρηματολογία, την οποία πάντα αποδεχόμαστε -και άκουσα και τέτοια κριτικά επιχειρήματα-, από τη φτηνή κομματική μεμψιμοιρία.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σε αυτό το μονοπάτι της αλήθειας και του ρεαλισμού και της συνέπειας -επιμένω πολύ στη συνέπεια- μένει πιστός ο Προϋπολογισμός του 2025. Τα στοιχεία νομίζω ότι παρουσιάστηκαν με μεγάλη επάρκεια, όπως είπα, από την εισηγητή μας, από όλους τους εισηγητές μας, από τους Υπουργούς μας, από τους βουλευτές μας, γι’ αυτό και εγώ θα επιχειρήσω να μην επαναλάβω όλα όσα ειπώθηκαν.
Ο δικός μου στόχος, άλλωστε, είναι κάπως διαφορετικός: πριν από όλα να τοποθετήσω τη σημερινή διαδικασία στην ιστορική συγκυρία, να αναδείξω δηλαδή το ειδικό βάρος που έχει το γεγονός ότι η Ελλάδα σήμερα χαράσσει τον δικό της οδικό χάρτη, με όρους σταθερότητας και ανάπτυξης, σε έναν διεθνή περίγυρο αστάθειας και καθήλωσης.
Και, από την άλλη πλευρά, να επισημάνω την ωριμότητα με την οποία καλείται να υποδεχθεί αυτή την εξέλιξη και η εσωτερική δημόσια ζωή, κάτι που δεν σημαίνει προφανώς ότι η κοινωνία πρέπει καθ’ οποιοδήποτε τρόπο να περιορίσει τις απαιτήσεις της για μια καλύτερη ζωή. Οφείλει, ωστόσο, να συνειδητοποιήσει ότι ο μόνος τρόπος για να την κατακτήσει είναι να μετατρέψουμε αυτά τα σημερινά βήματα σε ακόμα πιο γρήγορα βήματα, με τόλμη αλλά και με σύνεση.
Γι’ αυτό και ακριβώς θα μου επιτρέψετε να μην αναφερθώ τόσο πολύ σε αριθμούς, αλλά στο περιεχόμενο και στη δυναμική του Προϋπολογισμού.
Έχουμε, λοιπόν, ένα σχέδιο δράσης για το έτος που έρχεται, για το 2025, το οποίο θα αποτελέσει το προοίμιο και των δύο επόμενων ετών. Ένα σχέδιο το οποίο ενισχύει διπλά το διαθέσιμο εισόδημα. Το ενισχύει, από τη μία πλευρά, προσθέτοντας στις δεκάδες μειώσεις φόρων που μέχρι σήμερα έχουν γίνει ακόμα 12, με σημαντικότερες τη μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα των ασφαλιστικών εισφορών -ήταν ένα κρίσιμο ζήτημα το οποίο αντιμετωπίσαμε από το 2019, είμαστε πια περίπου στον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε σχέση με τις ασφαλιστικές εισφορές-, όπως φυσικά -και είχαμε δεσμευτεί- και την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, πια για όλους τους επαγγελματίες.
Προβλέπουμε την αναπροσαρμογή της εισφοράς αλληλεγγύης, με τρόπο που δεν θα ζημιώνει τους συνταξιούχους, αλλά βέβαια και τη μονιμοποίηση της επιστροφής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο στους αγρότες.
Βέβαια, εδώ επιτρέψτε μου να ανοίξω μία παρένθεση. Όταν μετά τις περσινές αγροτικές κινητοποιήσεις συναντήθηκα, παραπάνω από μία φορά, με τους αγρότες των μπλόκων στο Μέγαρο Μαξίμου, μας προέταξαν ουσιαστικά δύο κεντρικά αιτήματα, δικαιολογημένα και τα δύο, και αφορούσαν το κόστος παραγωγής.
Μας ζήτησαν να μονιμοποιήσουμε την επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο. Το κάναμε, όπως ακριβώς είχαμε δεσμευτεί. Και μας ζήτησαν και παρεμβάσεις σε σχέση με το ρεύμα. Και αυτή την κάναμε, «κλειδώνοντας» ουσιαστικά όλους τους αγρότες μας σε ένα φθηνό τιμολόγιο, το οποίο τους εξασφαλίζει προβλεψιμότητα ως προς ένα σημαντικό συντελεστή κόστους που επηρεάζει συνολικά την ανταγωνιστικότητά τους.
Και βέβαια, ο Προϋπολογισμός δίνει έμφαση σε όλα τα πεδία της οικονομικής πολιτικής. Επιτρέψτε μου να ξεχωρίσω κάποια τα οποία νομίζω ότι έχουν μια ξεχωριστή σημασία.
Έχει γίνει μεγάλος λόγος για το πρόβλημα της στέγης στη χώρα μας. Και ναι, έχει δίκιο ο Υπουργός ότι σε εποχή μεγάλης κρίσης, με τις αξίες των ακινήτων και των διαμερισμάτων στα τάρταρα, προφανώς οι ωφελημένοι ήταν οι ενοικιαστές και οι ζημιωμένοι ήταν οι ιδιοκτήτες. Σήμερα, που έχουμε μια απότομη αύξηση των τιμών των ακινήτων, αυτή η σχέση έχει αντιστραφεί.
Και ναι, μας προβληματίζει πολύ, κ. Ανδρουλάκη, το γεγονός ότι σήμερα ένα νέο παιδί 25, 30 χρονών που θέλει να ξεκινήσει οικογένεια μπορεί να έχει μεγάλη δυσκολία να φύγει από το σπίτι του και να κάνει αυτό το βήμα, ακριβώς σε αυτή την πραγματικότητα, ειδικά αν είναι στο ενοίκιο -ευτυχώς έχουμε μεγάλο ποσοστό ιδιοκατοίκησης, έχουμε όμως πάρα πολλούς Έλληνες οι οποίοι δεν έχουν την πολυτέλεια να έχουν το δικό τους σπίτι. Έχουμε απαντήσει με αυτό τον τρόπο και με πολύ συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Το πρόγραμμα «Σπίτι μου Ι» ήταν εξαιρετικά επιτυχημένο.
Επειδή αναφερθήκατε πολλές φορές και στο Ταμείο Ανάκαμψης, ότι «δεν έχει δήθεν κοινωνικό αποτύπωμα» και ότι «τα χρήματα πηγαίνουν μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις», δεν μου λέτε, το πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ», το οποίο θα δώσει σε παραπάνω από 20.000 συμπολίτες μας τη δυνατότητα να αποκτήσουν ένα σπίτι με επιδοτούμενο επιτόκιο, από πού ακριβώς χρηματοδοτείται; Δεν χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης;
Τα προγράμματα για επιδότηση ενοικίου του ΟΠΕΚΑ, τα οποία τα έχουμε ενισχύσει ακόμα περισσότερο, δεν παρέχουν έναν δείκτη ασφαλείας στα χαμηλότερα εισοδήματα τα οποία αναγκάζονται σήμερα να είναι στο νοίκι;
Η πολιτική μας -και εκεί συμφωνήσαμε, κ. Ανδρουλάκη- ότι έπρεπε να μπει ένας περιορισμός πράγματι και στην Golden Visa, και το κάναμε με έναν τέτοιο τρόπο ώστε οι επενδύσεις στα ακίνητα να μην ανταγωνίζονται τα ακίνητα τα οποία μπορεί να ψάξει να βρει μια οικογένεια, να μετακινήσουμε την αγορά της Golden Visa σε τελείως άλλες τιμές, όλα αυτά συγκροτούν ένα συνολικό σχέδιο για την αντιμετώπιση ενός πραγματικού, υπαρκτού προβλήματος.
Δεν θα μιλήσω εδώ συνολικά για το πρόγραμμά μας για τη στήριξη της οικογένειας, το οποίο είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε και κατ’ ιδίαν. Και εγώ είμαι πάντα ανοιχτός, σας το είπα και στην κατ’ ιδίαν συνάντησή μας, ότι αν υπάρχουν προτάσεις για τη στήριξη του δημογραφικού προβλήματος, είμαστε πάντα ανοιχτοί να τις ακούσουμε.
Αυτή η κυβέρνηση, όμως, έχει καταθέσει ένα συγκροτημένο σχέδιο για το δημογραφικό. Και, αν θυμάμαι καλά, εμείς ήμασταν αυτοί οι οποίοι για πρώτη φορά δώσαμε επίδομα γέννας 2.000 ευρώ σε κάθε παιδί το οποίο γεννιέται στην πατρίδα μας, ανάμεσα σε πολλές άλλες παρεμβάσεις τις οποίες έχουμε κάνει.
Το δεύτερο στοιχείο του Προϋπολογισμού στο οποίο θα ήθελα να επιμείνω λίγο περισσότερο αφορά τον συνδυασμό του κοινωνικού του χαρακτήρα με τη συνολική αναπτυξιακή του διάσταση. Και, από την άποψη αυτή, δεν είναι τυχαίο ότι το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, το βασικό αναπτυξιακό εργαλείο το οποίο έχει στη διάθεση του το κράτος, στο οποίο ενσωματώνονται εθνικοί και ευρωπαϊκοί πόροι, αυξάνεται και άλλο, κατά 1 δισεκατομμύριο σε σχέση με το 2023.
Και θέλω να δείξω αυτόν τον πίνακα και να τον θυμίσω σε αυτούς που κυβερνούσαν πριν από εμάς, για να θυμηθούμε τι ακριβώς έχει γίνει με το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, εσείς που κόπτεστε…
(Ομιλίες εκτός μικροφώνου)
Λοιπόν, ναι, κάποιος το διαπραγματεύτηκε το Ταμείο Ανάκαμψης και έφερε 36 δισεκατομμύρια στην πατρίδα μας. Δεν ήσασταν, σίγουρα, εσείς.
Για δείτε το εδώ, κ. Φάμελλε. Για δείτε το εδώ, 5,6 δισεκατομμύρια ΠΔΕ 2019. Πόσο θα είναι το 2025; 14,1 δισεκατομμύρια.
Και βέβαια, να θυμίσω ότι ως αποτέλεσμα της υπεραπόδοσης της οικονομίας, η κυβέρνηση αυτή ήρθε και αναθεώρησε δύο φορές τον Προϋπολογισμό, αυξάνοντας συνολικά το ΠΔΕ για το 2024 κατά 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ, στηρίζοντας με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο έργα εθνικού ενδιαφέροντος αλλά και τις Περιφέρειες και τους Δήμους.
Και μιας και αναφερθήκατε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, δεν ρωτάτε τον κ. Κουκουλόπουλο που είναι δίπλα σας, πότε είχε να δει η Τοπική Αυτοδιοίκηση τόσα χρηματοδοτικά εργαλεία όσα είδε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας; Τα είχε ξαναδεί ποτέ; Χαμογελάτε γιατί ξέρετε ότι είναι αλήθεια.
Δεν θέλω να αναφερθώ αναλυτικά σε όλα τα πεδία πολιτικής και στις αυξήσεις των δαπανών. Θα ήθελα να ξεχωρίσω δύο, όμως, που και αυτές νομίζω ότι έχουν μια ξεχωριστή αξία. Αναφέρθηκε σε αυτές και ο Υπουργός αλλά επιτρέψτε μου να τις αναδείξω και εγώ.
Μιλήσαμε για τις δαπάνες υγείας. Πόσες ήταν οι δαπάνες για την υγεία το 2019; Ήταν 4,1 δισεκατομμύρια ευρώ. Πόσες είναι οι δαπάνες για την υγεία στον Προϋπολογισμό του 2025; 7,1 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι μια αύξηση της τάξης του 75%.
Και στα νοσοκομεία πόσες ήταν οι δαπάνες το 2019; 1,4 δισεκατομμύρια. Σήμερα 3,1 δισεκατομμύρια.
Και κοιτάξτε, να σας πω κάτι; Εμείς δεν λέμε ότι το ΕΣΥ δεν έχει πρόβλημα, αλλά σίγουρα μου φαίνεται λίγο παράξενο να ισχυρίζεστε ότι τώρα δήθεν το ΕΣΥ «καταρρέει» που έχει 75% παραπάνω χρήματα, ενώ δεν κατέρρεε επί των δικών σας ημερών με πολύ λιγότερα.
Και ο δεύτερος πίνακας που θέλω να δείξω αφορά τις δαπάνες για την άμυνα: 3,5 δισ. ευρώ το 2019, 6,1 δισ. ευρώ το 2025. Κι αυτός ο πίνακας νομίζω έχει μία ξεχωριστή αξία και νομίζω ότι είναι θετικό ότι ψηφίζετε -για να πούμε και τα καλά, λοιπόν, να πούμε και κανένα καλό-, τις αμυντικές δαπάνες.
Αλλά το σημαντικό δεν είναι μόνο οι αμυντικές δαπάνες αυτές καθαυτές, υπάρχει μία ευρύτερη προσπάθεια, θα έλεγα, ριζικού μετασχηματισμού των Ενόπλων Δυνάμεων που γίνεται απ’ αυτή την κυβέρνηση.
(Ομιλίες εκτός μικροφώνου)
Εσείς δεν ζητήσατε να ενημερωθείτε από τον κ. Υπουργό; Να πάτε, λοιπόν, να ενημερωθείτε για το γεγονός ότι για πρώτη φορά η χώρα έχει έναν οργανισμό, έναν φορέα ο οποίος προωθεί την ελληνική καινοτομία για να έχουμε πραγματική προστιθέμενη αξία ως προς τις αμυντικές μας δαπάνες, για να αναπτύξουμε ένα δυναμικό οικοσύστημα εταιρειών που μπορούν να μας βοηθήσουν με νέα τεχνολογικά προϊόντα προστιθέμενης αξίας, σε ένα θέατρο πολέμου το οποίο αλλάζει δραστικά.
Αυτή είναι η προσπάθεια την οποία κάνουμε και αυτή την προσπάθεια, τουλάχιστον, μπορούμε σε όλα να διαφωνούμε, αλλά αυτή την προσπάθεια για να έχουμε μία χώρα ισχυρή και ασφαλή καλώ όλες τις πτέρυγες της Βουλής να τη στηρίξουν.
Θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να έρθω και στο ζήτημα για το οποίο είχα ενημερώσει την Εθνική Αντιπροσωπεία ότι θα μιλήσω, και αυτό αφορά τις τράπεζες, για τις οποίες έχει γίνει τόσος λόγος τις τελευταίες μέρες, και νομίζω όχι άδικα. Γιατί το ζήτημα των τραπεζών αφορά εκατομμύρια συναλλασσόμενους, εν μέσω όμως μύθων και συνθημάτων που φέρνουν και μία σύγχυση στην κοινή γνώμη.
Λυπάμαι, μάλιστα, γιατί το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε και μια σχετική τροπολογία η οποία δυστυχώς ξεχείλιζε από δημαγωγία, από ερασιτεχνισμό, αλλά και από παλινδρομήσεις. Τώρα, για ποιες παλινδρομήσεις, νομίζω τα έχουμε πει πολλές φορές: στην αρχή ζητούσατε να μπει φόρος στα κέρδη των τραπεζών από τους τόκους, μετά στα υπερκέρδη, ύστερα μόνο στα κέρδη τους και τελικά αποφασίσατε πρακτικά να ζητήσετε τα πάντα από τους πάντες και να καταργηθούν όλες οι προμήθειες, αλλά και ναι, ουσιαστικά να καθορίζονται διοικητικά τα επιτόκια των τραπεζών, κάτι το οποίο δεν ισχύει εδώ και καμιά 30αριά χρόνια, όταν το ΠΑΣΟΚ επί άλλων εποχών είχε φροντίσει να το καταργήσει. Το μόνο που δεν είπατε είναι να γίνουν αυτά με έναν νόμο και με ένα άρθρο.
Ας σοβαρευτούμε λοιπόν και ας πούμε τα πράγματα έτσι ακριβώς όπως είναι. Η μείωση των επιτοκίων -νομίζω το γνωρίζετε- απαγορεύεται, αν θέλατε να την κάνετε με νόμο όπως είχατε εισηγηθεί, ως ευθεία παρέμβαση στη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Από την άλλη, θα έπρεπε να γνωρίζετε ότι, με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, αυτό το οποίο λέγατε, όταν πέφτει το Euribor να αναπροσαρμόζονται τα επιτόκια προς τα κάτω, γίνεται ήδη. Δεν περίμενε η Τράπεζα της Ελλάδος καμία απόφαση του Αρείου Πάγου. Αυτό είναι κάτι το οποίο συμβαίνει ήδη στην πράξη και η Τράπεζα της Ελλάδος είναι επιφορτισμένη με την ευθύνη να επιτηρεί ότι πραγματικά εφαρμόζεται αυτή η Πράξη.
Αυτά είναι πράγματα τα οποία φανταζόμουν ότι θα έπρεπε να τα γνωρίζετε. Όπως θα έπρεπε να ξέρετε ότι οι τράπεζες ήδη φορολογούνται με 29%, όμως τα ποσά αυτά συμψηφίζονται με βάση τον μηχανισμό του αναβαλλόμενου φόρου. Είναι μία συμφωνία που δεσμεύει το κράτος από το 2012.
Και, τρίτον, θα έπρεπε να ξέρετε ότι ακόμα και αν έμπαινε φόρος 5%, όπως μας είπατε, στα κέρδη των τραπεζών, το όφελος αυτό ποιο θα ήταν; Μικρό σε σχέση με την αναστάτωση που θα προκαλούσε και θα απέδιδε επίσης -να το ξεκαθαρίσουμε αυτό- ένα ποσό το οποίο δεν θα μπορούσατε να το διαθέσετε στην κοινωνία, καθώς, σας το έχω πει πολλές φορές και θα πρέπει επιτέλους να αναπροσαρμόσετε τη ρητορική σας, από το 2025 οι ευρωπαϊκοί κανόνες έχουν αλλάξει.
Δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε έκτακτα έσοδα, διότι έκτακτο έσοδο είναι αυτό, για να στηρίξετε δαπάνες, πόσω μάλλον δαπάνες που μπορεί να έχουν έναν μόνιμο χαρακτήρα. Αυτό πια απαγορεύεται. Άρα, αυτή η ιδέα ότι «θα φορολογήσουμε τα υπερκέρδη για να δώσουμε τα λεφτά στην κοινωνία» -δεν το κάνατε ποτέ ουσιαστικά όταν ήσασταν κυβέρνηση- δεν μπορεί να γίνει διότι έρχεται και αντιβαίνει στους ίδιους τους ευρωπαϊκούς κανόνες.
Και αναρωτιέμαι: ας πούμε, κ. Ανδρουλάκη, ότι παίρναμε 250 εκατομμύρια από τις τράπεζες, βάζαμε τον έκτακτο φόρο. Αυτό θα διευκόλυνε τους δανειολήπτες; Θα άνοιγε με αυτόν τον τρόπο η «στρόφιγγα» των δανείων; Θα μειώνονταν οι προμήθειες; Θα λύναμε, δηλαδή, το ουσιαστικό πρόβλημα το οποίο συμφωνούμε ότι πραγματικά υπάρχει;
Άρα, αυτά τα ψεύτικα λόγια τα μεγάλα δεν ανοίγουν μόνο μια τρύπα στο νερό, διασπείρουν και ψεύτικες εντυπώσεις και πάντως ένα πράγμα αποδεικνύουν: ότι εμείς ξέρουμε πολύ καλά τι κάνουμε, εσείς δεν ξέρετε καν τι λέτε.
Πάμε τώρα στην ουσία του θέματος. Υπάρχει πρόβλημα; Το έχουμε αναγνωρίσει εδώ. Ναι, υπάρχει πρόβλημα, και με τις υψηλές προμήθειες. Υπάρχει πρόβλημα με το γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν σήμερα στην κατοχή τους παραπάνω από 20.000 ακίνητα τα οποία δεν τα έχουν ρίξει ακόμα στην αγορά. Και η συμπεριφορά τους συχνά αποκλίνει από τον ρόλο τον οποίο καλούνται να έχουν και να συνεισφέρουν στην πρόοδο της οικονομίας.
Με αυτά, λοιπόν, τα δεδομένα, επεξεργαστήκαμε με το οικονομικό επιτελείο μία δέσμη παρεμβάσεων. Επίκεντρο πάντα ο πολίτης, ο μικρός επιχειρηματίας, ο συναλλασσόμενος με την τράπεζα. Είναι μέτρα τα οποία συνάδουν με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και με την εθνική οικονομική αντίληψη. Είναι, επίσης, μέτρα τα οποία είναι απολύτως ρεαλιστικά. Και είναι μέτρα τα οποία ουσιαστικά έρχονται να αναπροσανατολίσουν τα πιστωτικά ιδρύματα στην κεντρική τους αποστολή, αλλά να είναι και συμβατά με την χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Εμείς δεν έχουμε κανέναν λόγο να κατασκευάζουμε τεχνητούς εχθρούς και να τους καταγγέλλουμε μετά προς άγραν ψήφων. Αντίθετα, επιχειρούμε να εντάξουμε όλους τους παραγωγικούς βραχίονες του τόπου σε μια κοινή ανορθωτική προοπτική, όμως με κανόνες που θα ισχύουν για όλες τις πλευρές. Όταν αυτό δεν θα συμβαίνει, τότε τον λόγο θα έχει η πολιτεία.
Υπάρχει μια ερώτηση, την άκουσα, νομίζω ότι είναι εύλογη: γιατί παρεμβαίνουμε τώρα και όχι νωρίτερα; Μα έχουμε παρέμβει και νωρίτερα. Να θυμίσω ότι ήδη κάποιες προμήθειες έχουν μειωθεί. Όμως, κρίναμε ότι οι πρωτοβουλίες που πήραν οι τράπεζες δεν ήταν τελικά ικανοποιητικές.
Έχουν γίνει και άλλα πράγματα στο μεταξύ. Έχει συγχωνευθεί η Attica Bank με την Παγκρήτια Τράπεζα, δημιουργώντας έναν πέμπτο πυλώνα και ενισχύοντας τον ανταγωνισμό. Έχουμε δώσει τη δυνατότητα και σε άλλους φορείς να παρέχουν δάνεια και, κυρίως, είχαμε την πολύ σημαντική ανάπτυξη του συστήματος IRIS. Το IRIS το αξιοποιούν καθημερινά παραπάνω από 3,5 εκατομμύρια πολίτες και μικροί επιχειρηματίες για δωρεάν καθημερινές συναλλαγές. Αυτό είναι πρωτοβουλία της κυβέρνησης.
Ούτε πάλι, όμως, αυτά μας ικανοποιούν, αντιστοιχούν αυτά τα αποτελέσματα στις ανάγκες της κοινωνίας. Γι’ αυτό και σήμερα παρεμβαίνουμε, έστω και αν αυτό μπορεί να δυσαρεστήσει κάποιους.
Σήμερα, λοιπόν, ανακοινώνω τα ακόλουθα: πρώτον, όλες οι χρεώσεις, όλες, για βασικές τραπεζικές κινήσεις που αφορούν πληρωμές, μηδενίζονται. Το επαναλαμβάνω: μηδενίζονται. Ώστε οι πληρωμές προς το Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία, Δήμους, εταιρείες ενέργειας, ύδρευσης, τηλεπικοινωνιών, όλα να γίνονται χωρίς κανένα κόστος. Αυτό γίνεται με νομοθετική παρέμβαση. Αν εξοφλείτε το ρεύμα του σπιτιού, το τηλέφωνο, την ασφάλεια του αυτοκινήτου, δεν επιβαρύνεστε καθόλου.
(Ομιλίες εκτός μικροφώνου)
Μα χειροκροτήστε, κ. Ανδρουλάκη, αυτό προτείνατε κι εσείς.
Δεύτερον, κάτι με το οποίο δεν ασχοληθήκατε πολύ εσείς: μπαίνει πλαφόν έως 0,5 ευρώ για τη μεταφορά χρημάτων έως 5.000 ευρώ με έμβασμα. Με αυτόν τον τρόπο μπαίνει τέλος στις καταχρηστικές πρακτικές που ήθελαν τις τράπεζες να καθορίζουν κατά βούληση, και χρεώνοντας εξοργιστικά ποσά, αυτού του είδους τις προμήθειες.
Τρίτον, από το 2026 διπλασιάζουμε τον ΕΝΦΙΑ στα ακίνητα τα οποία διαχειρίζονται οι τράπεζες και οι servicers, ώστε να γνωρίζουν ότι θα έχουν πρόσθετο κόστος αν τα ακίνητα αυτά δεν βγουν στην αγορά, διευκολύνοντας με αυτόν τον τρόπο τον περιορισμό των αυξήσεων των ενοικίων.
(Oμιλίες εκτός μικροφώνου)
Καταλαβαίνω την αμηχανία σας, την αντιλαμβάνομαι, είναι κατανοητή.
Τέταρτον, και σε αυτό αποδίδω πολύ μεγάλη σημασία: έχουμε συζητήσει με το οικονομικό επιτελείο και με την Τράπεζα της Ελλάδος να παύσουν παλαιότεροι περιορισμοί στη λειτουργία των εταιρειών παροχής πιστώσεων.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ότι μεγάλες εταιρείες, με οικονομική επιφάνεια, θα μπορούν να μπαίνουν στην αγορά των χρηματοδοτήσεων -ειδικά των μικρών χρηματοδοτήσεων-, και έχουν διάθεση να το κάνουν, έτσι ώστε να πιέσουν και τις τράπεζες να είναι πιο ανταγωνιστικές στα επιτόκια τα οποία προσφέρουν. Αυτό θα φέρει πιο ευνοϊκούς όρους ειδικά στα μικρά επιχειρηματικά δάνεια, γιατί μας απασχολεί πολύ η πρόσβαση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στον τραπεζικό δανεισμό.
Και πέμπτον, 100 εκατομμύρια ευρώ από τις τράπεζες, τις τέσσερις μεγάλες συστημικές τράπεζες, θα μεταφερθούν με σκοπό να υποστηρίξουν την ανακαίνιση υφιστάμενων ή το χτίσιμο νέων σχολείων, βάσει του Προγράμματος «Μαριέττα Γιαννάκου».
Δείτε το και ως μια εθελοντική συνεισφορά σε μια μεγάλη εθνική προσπάθεια. Φαντάζομαι ότι θα συμφωνείτε, κ. Ανδρουλάκη.
(Ομιλίες εκτός μικροφώνου)
Ποια λέτε; Το ζήτημα δεν είναι αν μπορούσατε ή δεν μπορούσατε να τα πάρετε, το θέμα είναι να πιάνουν τόπο τα λεφτά τα οποία θέλατε να πάρετε. Αυτό ακριβώς σας εξηγώ.
Και βέβαια, 100 εκατομμύρια θα δοθούν από τις τράπεζες για τη συγκρότηση του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης ακινήτων.
(Ομιλίες εκτός μικροφώνου)
Ναι, είναι περισσότερα αυτά από αυτά τα οποία θα παίρνατε.
Τα παραπάνω συμπληρώνονται και από άλλες παράλληλες ρυθμίσεις: από τη διεύρυνση των καθημερινών ορίων στο σύστημα IRIS στα 1.000 ευρώ, μέχρι και κάτι στο οποίο επιμέναμε ιδιαίτερα, τη μηδενική χρέωση για τη φόρτιση προπληρωμένων καρτών έως τα 100 ευρώ.
Και βέβαια, μια ειδική ιστοσελίδα στην οποία οι πολίτες θα μπορούν με διαφάνεια να συγκρίνουν όλα τα διαθέσιμα επιτόκια καταθέσεων, όπως και κάθε προμήθεια. Σε ειδική ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το οικονομικό επιτελείο αύριο θα αναλύσει σε παραπάνω λεπτομέρεια αυτές τις ρυθμίσεις. Εγώ εκείνο που θέλω να επαναλάβω είναι ότι αυτές έρχονται να ανακουφίσουν τους πολίτες από πολλές αχρείαστα υψηλές επιβαρύνσεις στις συναλλαγές τους, διευκολύνουν παράλληλα την απελευθέρωση αδρανών ακινήτων αλλά και τον δανεισμό, όπως είπα, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Τέλος, ενισχύουν και τον ανταγωνισμό αλλά και την εταιρική κοινωνική ευθύνη των τραπεζών.
Και κάτι ακόμα, σε δύο άλλα μέτωπα αποφασίσαμε να άρουμε διαχρονικές αδικίες σε βάρος ισάριθμων κοινωνικών ομάδων. Η πρώτη παρέμβαση ανακουφίζει τους χαμηλοσυνταξιούχους. Είναι, δε, γνωστή στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, διότι είχε κατατεθεί και μια σχετική ερώτηση σχετικά με το γεγονός ότι υπήρχαν δυνητικοί δικαιούχοι του ΕΚΑΣ, μετά το 2018, οι οποίοι δεν είχαν την ίδια μεταχείριση ως προς τη συμμετοχή τους στα φάρμακα.
Αυτό το πρόβλημα λύνεται. Όλοι οι δυνητικοί δικαιούχοι θα παίρνουν δωρεάν φάρμακα χωρίς καμία συμμετοχή. Πόσοι είναι αυτοί; Είναι 132.000 συνταξιούχοι που βγήκαν στη σύνταξη από το 2018 και μετά. Αυτή τη στιγμή 310.000 χαμηλοσυνταξιούχοι θα έχουν πια συνολικά δωρεάν πρόσβαση στα φάρμακά τους.
Και η δεύτερη πρωτοβουλία μας συνδέεται με την καθημερινότητα των 150.000 ενστόλων μας: τους αστυνομικούς μας που μάχονται μέρα-νύχτα κατά της εγκληματικότητας, τους πυροσβέστες μας, τους λιμενικούς μας και βέβαια τις γυναίκες και τους άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων, που θωρακίζουν την πατρίδα.
Αξιοποιώντας στο έπακρο τις δημοσιονομικές μας δυνατότητες, σε αυτά τα στελέχη με το εθνόσημο η κυβέρνηση θα αναγνωρίσει έμπρακτα τον επικίνδυνο χαρακτήρα των υπηρεσιών που προσφέρουν. Οι σχετικές λεπτομέρειες θα ανακοινωθούν σύντομα. Η πολιτική μας απόφαση είναι δεδομένη και θα γίνει πράξη.
Με αυτές τις τρεις πρόσθετες ανακοινώσεις, κυρίες και κύριοι, θα κλείσω την τοποθέτησή μου. Ήθελα να είμαι πιο σύντομος, αλλά νομίζω το ενδιαφέρον της συζήτησης με ανάγκασε να μιλήσω περισσότερο απ’ όσο λογάριαζα.
Προϋπολογισμός, τελικά, πρώτα και πάνω από όλα, σημαίνει ρεαλισμός, με πόρους που συμβαδίζουν με τις διακηρύξεις, όπως λένε και οι Αγγλοσάξονες, και με το κείμενο που θα ψηφίσουμε σε λίγο να πληροί και τις δύο αυτές προϋποθέσεις.
Οι κατευθύνσεις του 2025, άλλωστε, είναι μέρος, όπως έχω πει πολλές φορές, μιας διαδρομής που μας οδηγεί έως το 2027. Από τη μια πλευρά να υπερβαίνουμε εμπόδια και καθυστερήσεις δεκαετιών, από την άλλη να αποδεικνύουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να κινηθεί με ταχύτητα και να κοιτά πάντα μπροστά.
Και είναι το πρώτο μέρος ενός κεφαλαίου που αποτελεί, αν θέλετε, και το όραμα της κυβέρνησής μας και της παράταξής μας. Τα οράματα, βέβαια, περιγράφονται συνήθως σε γενικές εικόνες, εμείς, όπως έχω πει πολλές φορές, έχουμε περιγράψει ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο δεσμεύσεων για το πώς φανταζόμαστε την Ελλάδα του 2027. Και αυτές τις δεσμεύσεις θα τις τηρήσουμε.
Απέναντι σε αυτό το σχέδιο, αντιλαμβάνομαι, κυρίες και κύριοι, και την αμηχανία των άλλων κομμάτων. Ως τώρα, λυπάμαι που θα το πω, δεν άκουσα καμία ολοκληρωμένη και κοστολογημένη εναλλακτική πρόταση. Το μόνο που ακούω, επιτρέψτε μου αυτή την εύλογη απορία, κυρίες και κύριοι της αντιπολίτευσης: αφού η Νέα Δημοκρατία είναι το κόμμα των λίγων, γιατί την ψηφίζουν οι πολλοί, ενώ εσείς που είστε το κόμμα των πολλών, σας ψηφίζουν οι λίγοι; Πώς γίνεται αυτό;
Αυτό το οποίο διέκρινα ήταν ατεκμηρίωτες διαμαρτυρίες δίπλα σε έωλες υποσχέσεις, για να αποδειχθεί για ακόμα μία φορά ότι, παρά τις δυσκολίες, παρά τα προβλήματα, παρά τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε, μόνο αυτή η κυβέρνηση και μόνο η Νέα Δημοκρατία μπορούν να οδηγήσουν τη χώρα στο ξέφωτο, κρατώντας ταυτόχρονα σταθερό το πηδάλιο της πατρίδας στα ταραγμένα νερά της γεωπολιτικής αστάθειας.
Αυτή την Ελλάδα, λοιπόν, προλογίζει ο Προϋπολογισμός του 2025, μία Ελλάδα που σίγουρα μοιάζει πολύ μακριά από το παρελθόν της, βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο μέλλον το οποίο οραματιζόμαστε, αλλά δεν έχουμε φτάσει εκεί ακόμα.
Αλλά έχουμε βάλει γερά θεμέλια, με μια πρόοδο που ίσως ακόμα να μην είναι αρκετή, όμως είναι ήδη ορατή. Είναι μια πρόοδος που είναι στο χέρι μας να την επιταχύνουμε, ώστε να φέρουμε πιο γρήγορα στο σήμερα που ζούμε το αύριο που θέλουμε. Και το πρώτο βήμα το οποίο σας καλώ να κάνουμε είναι να πείτε ένα μεγάλο «ναι» στον Προϋπολογισμό του 2025.
Σας ευχαριστώ.