Χθες το βράδυ ζήσαμε το θέατρο του παραλόγου. Ο Διονύσιος Λυκούδης –ναι, αυτός– ανέβηκε στο βήμα και με στόμφο αντάξιο της άγνοιάς του, ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για δήμαρχος Κεφαλονιάς με τη νέα του παράταξη, τους περιβόητους «ΑΕΤΟΥΣ». Αντί να μας παρουσιάσει ένα σχέδιο, μια πρόταση, μια ιδέα, διάλεξε τον εύκολο δρόμο: την καταγγελία, την απαξίωση και την ύβρη.
Με απύθμενο θράσος, δήλωσε ότι έχουν να γίνουν έργα στο Αργοστόλι απο την δημαρχεία του Κοσμετάτου, κατηγορώντας και αφήνοντας υπονοούμενα ότι όλοι οι πρώην δημάρχοι – Γιώργος Τσιλιμιδός, Μάκης Φόρτες και Αλέκος Καλαφάτης δεν άφησαν πίσω τους ούτε ένα έργο! Τους έσυρε στη λάσπη μπροστά σε κοινό και υποψήφιους, λες και ήταν ο ίδιος ένας εξωτερικός κριτής και όχι ένας άνθρωπος που βολεύτηκε τόσα χρόνια στις σκιές των γνωριμιών και των συγγενικών δεσμών.
Γιατί, ας μη γελιόμαστε: ο Διονύσης Λυκούδης είναι κομμάτι και παράγωγο του ίδιου του συστήματος που σήμερα παριστάνει ότι καταγγέλλει. Ο ίδιος, με οικογενειακούς δεσμούς αγκαλιά με τον παλιό καθεστωτισμό της Κεφαλονιάς – αφού ο γιος του παντρεύτηκε κόρη του Γιάννη Καλαφάτη, αδελφού του πρώην δημάρχου – τώρα παριστάνει τον «ανεξάρτητο» και τον «καινοτόμο». Πόση υποκρισία πια;
Αλλά πιο ντροπιαστική και από το θράσος του Λυκούδη ήταν η άβουλη σιωπή αυτών που κατηγορήθηκαν. Οι πρώην δήμαρχοι, αντί να υπερασπιστούν το έργο τους, αντί να σηκωθούν και να απαντήσουν όπως τους άρμοζε, έμειναν άλαλοι, με την ουρά στα σκέλια. Φοβούνται; Τι περιμένουν; Τι τους κρατά καθηλωμένους, ανίκανους να προστατεύσουν το όνομά τους και το έργο τους – όποιο κι αν ήταν αυτό;
Γιατί η σιωπή τους δεν είναι απλή ευγένεια. Είναι συνενοχή ή, χειρότερα, φόβος. Και ο φόβος στην πολιτική μυρίζει πάντα ήττα.
Οι «Αετοί» του Διονύση Λυκούδη μπορεί να νομίζουν ότι πετούν ψηλά, αλλά στην πραγματικότητα σέρνονται πάνω στα συντρίμμια ενός πολιτικού συστήματος που το ίδιος υπηρέτησε και σήμερα προσποιείται ότι πολεμά. Ένα σόου κενό, φτηνό και θλιβερό.
Η Κεφαλονιά δεν έχει ανάγκη από «Αετούς» του ψεύδους και της αχαριστίας. Ούτε από πρώην δημάρχους που μπροστά στην ατίμωση χαμηλώνουν το βλέμμα και σωπαίνουν. Έχει ανάγκη από ανθρώπους με έργο, με θάρρος και με αλήθεια.
Και αυτούς, δυστυχώς, ακόμα τους ψάχνουμε.