Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Ο Κώστας Σημίτης ήταν μία προσωπικότητα που έθεσε τη δική της σφραγίδα στην πρόσφατη ιστορία του τόπου. Έναν εκλεγμένο δύο φορές Πρωθυπουργό, τον οποίον η θεσμική μου θέση επιβάλλει να τον τιμήσω όπως του αξίζει. Έναν μαχητή κατά της δικτατορίας και έναν άξιο υπηρέτη της δημοκρατίας.
Αλλά και έναν ευγενή αντίπαλο με τον οποίον, όμως, οι παρατάξεις μας κατάφεραν και συναντήθηκαν σε δύο κρίσιμες επιλογές: την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ και την είσοδο, κ. Πρόεδρε, της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Κώστας Σημίτης ανήκει πλέον στην ιστορία, η οποία και θα «ζυγίσει» την πολυκύμαντη διαδρομή του. Για την ώρα, ωστόσο, τρεις παρακαταθήκες πιστεύω ότι είναι ήδη ορατές.
Η πρώτη είναι η πίστη του, η αταλάντευτη πίστη του στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και η διαρκής προσπάθειά του η Ελλάδα να συγκλίνει με τα πιο ανεπτυγμένα, τα πιο δυναμικά κράτη της ηπείρου μας.
Η δεύτερη ήταν ο τρόπος διακυβέρνησής του, με πρωταγωνιστή το περίφημο «μπλοκάκι», τις σημειώσεις δηλαδή όπου καταγράφονταν μεθοδικά οι προτεραιότητες που από διακηρύξεις έπρεπε να γίνουν πράξεις. Μια απόδειξη της σημασίας που πρέπει κάθε ηγέτης να δίνει στον σχεδιασμό, στην επίπονη δουλειά και τον έλεγχο, με στόχο πάντα το μετρήσιμο αποτέλεσμα.
Όπως και ένα χαρακτηριστικό που ίσως δεν ήταν ανεξάρτητο από την τρίτη ιδιότητα του Κώστα Σημίτη, αυτήν του πολιτικού που δίπλα στα καθημερινά πολιτικά του καθήκοντα έβρισκε πάντα χρόνο να διαβάζει, να ακούει μουσική, να παρακολουθεί θέατρο ή να συναντά γόνιμους συνομιλητές. Αλλά και εκείνου που, ως ανθρώπινος χαρακτήρας, αγάπησε αληθινά, τον ρόλο του απλού συζύγου και του πατέρα.
Στους καιρούς που έρχονται είναι σίγουρο ότι πολλοί αναλυτές θα ασχοληθούν με τον εκλιπόντα και το έργο του, για τα σωστά και τα λάθη του, όπως κι αυτά που επιδίωξε που ποτέ δεν είδε να πραγματοποιούνται. Πρόκειται, άλλωστε, για τη διαχρονική μοίρα και το τίμημα όποιου αποφασίζει να δράσει στη δημόσια σφαίρα.
Γι’ αυτό και σήμερα επιλέγω να σταθώ μόνο σε ορισμένα «αποστάγματα» αυτής της μακράς πορείας του πρώην Πρωθυπουργού, κάποια που πιθανόν μπορούν όλους μας να μας κάνουν καλύτερους.
«Η κυβέρνηση», έλεγε ο ίδιος, «υπάρχει όχι για να διαιωνίζει η ίδια την εξουσία της, αλλά για να διαμορφώνει μια καλύτερη κοινωνία, με λέξεις-κλειδιά το σχέδιο και τη συγκυρία, επιδιώκοντας τις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις, όμως βαδίζοντας συχνά και κόντρα στο ρεύμα. Ένα κόστος που πρέπει να καταβληθεί ώστε το όφελος που θα προκύψει να είναι τέλος μεγαλύτερο. Δεν πρέπει συνεπώς να διστάζουμε μπροστά στα εμπόδια. Να έχουμε το θάρρος της γνώμης και των αποφάσεών μας όταν έχουμε ορίζοντα την πρόοδο».
Δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς με αυτά τα λόγια του Κώστα Σημίτη. Πολύ περισσότερο όταν στις προσπάθειες εφαρμογής τους δοκιμάζεται εδώ και χρόνια η ικανότητα της πατρίδας μας να απαλλαγεί από βαρίδια και από παθογένειες δεκαετιών.
Δεν παύουν, ωστόσο, να αποτελούν και χρήσιμες πυξίδες και στο παρόν. Ένα κάλεσμα από κοινού συνειδητοποίησης και κινητοποίησης απέναντι σε ένα στοίχημα διαρκείας. Αυτό ακριβώς είναι και η μόνιμη αποστολή της πολιτικής: η συνεχής βελτίωση της ζωής των πολιτών, με θάρρος και με τόλμη.
Θα επαναλάβω, λοιπόν, τις επιτυχίες και όχι τις όποιες αστοχίες μιας πολιτικής πορείας που θα χρειαστεί καιρό και ψύχραιμη ματιά για να αποτιμηθεί πλήρως.
Τη δημοκρατική συνέπεια ενός επίλεκτου και ιδρυτικού στελέχους του χώρου του, που αγωνίστηκε με πάθος για να ανανεωθεί το κόμμα του.
Τις σοβαρές υποδομές που απέκτησε η χώρα κατά τη διάρκεια των δύο θητειών του ως Πρωθυπουργού. Και, όπως τόνισα και στην αρχή, τα δύο καθοριστικά βήματα που σηματοδότησαν την ευρωπαϊκή προοπτική τόσο της Ελλάδος όσο και της Κύπρου.
Ο Κώστας Σημίτης δεν είναι πια μαζί μας. Από τη γεμάτη εμπειρίες διαδρομή του, ας κρατήσουμε τα καλύτερα. Όχι απλά τις πολιτικές του θέσεις, ούτε ασφαλώς τις δεδομένες διαφωνίες μας, αλλά το γεγονός ότι δεν μπήκε ποτέ στον πειρασμό να «μεταλλαχθεί», να γίνει αρεστός, προχωρώντας σε ένα -είμαι σίγουρος- ξένο προς τον ίδιο μοντέλο συμπεριφοράς, διατηρώντας ταυτόχρονα την διακριτική απλότητα, για να επενδύσει αυτή τη ζωή του και μετά την απόσυρσή του από το δημόσιο προσκήνιο.
Με έναν τρόπο ίσως αθόρυβο, όμως πραγματικά ηχηρό στην ουσία του. Και είναι, θα έλεγα, ένα πολύτιμο παράσημο το οποίο κατέκτησε με τη στάση του, χωρίς ο ίδιος ποτέ να το διεκδικήσει ή να το διαφημίσει.
Μια εξαίρεση στον πολύβουο κόσμο των συνθημάτων, των θεαματικών κινήσεων, των υπερβολικών ρητορισμών, των ακραίων κομματικών αντιπαραθέσεων.
Και ένα παράδειγμα για το πώς ένας πολιτικός μπορεί να παραμένει υπεύθυνος και ενεργός πολίτης, έστω και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Με απλά λόγια, επέλεξε έναν επίλογο με νόημα ώστε να είναι και γι’ αυτό άξιος τιμής και μνήμης.